ξαναμωραίνω

ξαναμωραίνω
ξαναμώρανα, ξαναμωράθηκα, ξαναμωραμένος
1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει ξανά μωρό.
2. το μέσ., ξαναμωραίνομαι γίνομαι ξανά μωρό, φέρνομαι σαν παιδί, λέω ανοησίες: Ξαναμωράθηκε ο γέρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξαναμωραίνω — 1. κάνω κάποιον να γίνει πάλι μωρό 2. (συν. το μέσ.) ξαναμωραίνομαι (για γέροντα ή γερόντισσα) κάνω ή λέγω ανοησίες, ξεκουτιαίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”